εφέδρα — (ephedra). Γένος θαμνωδών γυμνόσπερμων φρυγανικών ή σπανιότερα αναρριχώμενων φυτών της οικογένειας των εφεδριδών. Περιλαμβάνει περίπου 45 είδη, κυρίως των θερμών και εύκρατων περιοχών. Είναι φαρμακευτικά ή καλλωπιστικά φυτά. Έχουν λεπτούς,… … Dictionary of Greek
κρόταφος — Η πλάγια πλευρά της κεφαλής, που περικλείεται από το μάτι και το αφτί. Βρίσκεται πάνω από το ζυγωματικό τόξο και αντιστοιχεί με το λεπιδοειδές μέρος του κροταφικού οστού και τον κροταφίτη μυ, που βρίσκεται πάνω του. κροταφική αρτηρίτιδα.… … Dictionary of Greek
πάπυρος — (κύπειρος ο πάπυρος). Φυτό της οικογένειας των κυπειροειδών (μονοκοτυλήδονα) με στερεά στελέχη, όρθια και τριγωνικά, τα οποία φτάνουν σε ύψος τα 3 μ. Στην κορυφή κάθε στελέχους υπάρχουν τα φύλλα, τριχοειδή και γυρτά, που σχηματίζουν κομψές και… … Dictionary of Greek
σκιαδοπίτυς — (sciadopitys). Γυμνόσπερμο της οικογένειας των Ταξοδιιδών (κωνοφόρα) με μοναδικό είδος τη σ. τη σπονδυλωτή (sc. verticil lata), φυτό ιθαγενές της Ιαπωνίας. Η σ. είναι δέντρο αείφυλλο, που φτάνει ως τα 40 μ. ύψος και έχει κορυφή πυραμοειδή. Τα… … Dictionary of Greek
αθρόταξη — (athrotaxis). Ονομασία γένους αειφύλλων δέντρων της οικογένειας των ταξοδιδών. Είναι φυτά μόνοικα με φύλλα λεπιδοειδή, μικρά σαν του κυπαρισσιού, ιθαγενή της Τασμανίας. Τα 3 είδη του γένους είναι η σελαγινελλοειδής, δέντρο ύψους 14 μ., η… … Dictionary of Greek
βράκτια — Φύλλα σχεδόν λεπιδοειδή, που προστατεύουν τα ανθοφόρα και ξυλοφόρα μάτια ή συνοδεύουν τα άνθη και τις ταξιανθίες. Τα β. μπορεί να είναι λεία ή χλοώδη, πράσινα ή άλλου χρώματος, φυλλοβόλα ή αειθαλή. Τα β. που συνοδεύουν τα άνθη λέγονται και… … Dictionary of Greek
καλλούνα — Φρυγανώδης θάμνος της οικογένειας των ερεικιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι κ. η κοινή. Είναι αειθαλές, πολύκλαδο, μικρών διαστάσεων φυτό – το ύψος της φτάνει έως 40 50 εκ. Έχει πολυάριθμα, πολύ μικρά φύλλα, γραμμοειδή… … Dictionary of Greek
καλομέλας — Ορυκτό αποτελούμενο από χλωριούχο υδράργυρο με χημικό τύπο HgCl ή Hg2Cl2. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του τετραγωνικού συστήματος σχηματίζοντας συνήθως λεπιδοειδή συσσωματώματα. Παρουσιάζει σκληρότητα 1 2 στην ορυκτολογική κλίμακα και ειδικό… … Dictionary of Greek
λέπια — Δερμικοί σχηματισμοί οστέινης ή κεράτινης φύσης, οι οποίοι χρησιμεύουν για την επένδυση μερών ή ολόκληρου του σώματος σε πολλά ζώα τα οποία ανήκουν σε διάφορες ομοταξίες σπονδυλωτών. Τα λ. των ψαριών είναι οστέινης φύσης και χωρίζονται σε δύο… … Dictionary of Greek